Την πρώτη φορά που είχα ακούσει ότι η
βασικότερη προϋπόθεση για να κρατηθεί ζωντανός ο έρωτας είναι ο θαυμασμός, δεν
είχα δώσει σημασία. Ήταν τότε που πίστευα ότι έρωτας σημαίνει να γίνεσαι ένα,
όχι όμως με την έννοια της οικειότητας, της βαθιάς σύνδεσης, αλλά των όμοιων
αντιλήψεων, των όμοιων συναισθημάτων στο κάθε τι, της όμοιας καθημερινότητας. Του
να πηγαίνεις με τον άλλου παντού μαζί χέρι χέρι, χωρίς κανένα δικό σου, κρυφό ή
φανερό μονοπάτι.
Κάπως έτσι, με αυτές τις αντιλήψεις, έκανα το πρώτο μου ταξίδι για να
τον συναντήσω στη Γερμανία όπου είχε μετακομίσει πρόσφατα για συνέχιση των
σπουδών του. Ήμουν καταχαρούμενη. Θα περνούσαμε μαζί δύο εβδομάδες, θα μέναμε
μαζί, θα ξυπνούσαμε και θα κοιμόμασταν μαζί κι όσο έλειπε -αυτές τις λιγοστές
ώρες- θα φρόντιζα όλες τις λεπτομέρειες για να μπορώ να τον περιποιηθώ στο
έπακρο όταν θα γύριζε σπίτι. Εφοδιάστηκα με συνταγές, αν και μέχρι τότε δεν
μαγείρευα σχεδόν ποτέ, έβαλα στο κινητό το γερμανικό λεξικό για να πηγαίνω μόνη
μου στο σούπερ μάρκετ και γέμισα τη βαλίτσα με μερικά λογοτεχνικά βιβλία
σκεπτόμενη με ενθουσιασμό ότι δεν είναι κι άσχημες οι διακοπές διαρκείας μέσα
σε ένα ζεστό σπίτι με το χιόνι έξω πυκνό περιμένοντας τον καλό σου.
Φυσικά η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Ο καλός μου ξυπνούσε
στις 7 το πρωί κι εγώ το μεσημέρι. Για την ακρίβεια με ξυπνούσε όταν με έπαιρνε
τηλέφωνο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος για το μεσημεριανό γεύμα. Το σήκωνα
αγουροξυπνημένη κι εκείνος μετά από μερικά λεπτά μου το έκλεινε βιαστικά για να
επιστρέψει στις υποχρεώσεις του. Συνέχιζα τη μέρα μου κακόκεφα. Πήγαινα για
ψώνια νευριάζοντας που δεν είχα δίπλα μου κάποιον άντρα να μου κουβαλήσει τις
βαριές σακούλες, καταλαβαίνοντας όμως ταυτόχρονα ότι δεν μπορείς να ζητήσεις από
κάποιον που κουράζεται όλη μέρα να τρέξει να σου ψωνίσει ή να σε βοηθήσει όταν
γυρνάει κατάκοπος. Σκούπιζα, σφουγγάριζα, έβαζα πλυντήριο, σιδέρωνα, μαγείρευα.
Ό,τι δηλαδή κάνει καθημερινά η μέση νοικοκυρά. Κι όταν τελείωνα με όλα αυτά,
μπουχτισμένη από την κλεισούρα του σπιτιού έβγαινα έξω προσπαθώντας να
ισορροπήσω πάνω στο χιόνι και να πείσω τον εαυτό μου ότι το να κάθεσαι με τις
ώρες στα starbucks κοιτώντας κάθε λίγο και λιγάκι το ρολόι να
δεις αν πέρασε η ώρα και έφτασε επιτέλους το απόγευμα είναι έστω και ελάχιστα
εποικοδομητικό.
Μα
κι όταν έφτανε το απόγευμα, η διάθεση δεν άλλαζε ιδιαίτερα. Καθόμουν μαζί του
στο τραπέζι, του σέρβιρα, του εξηγούσα τι του μαγείρεψα, του ανέφερα με δήθεν
ουδέτερη αλλά τελικά επιτηδευμένα παραπονιάρικη φωνή πόση ώρα μου πήρε να του
σιδερώσω το πουκάμισο και πόσο ηλίθιοι είναι οι υπάλληλοι στο σούπερ μάρκετ που
με κοιτούσαν σαν χάνοι όταν τόλμησα να τους ζητήσω το baking powder στα
αγγλικά και όχι στα γερμανικά. Με πρόσεχε, δεν είναι ότι δεν με πρόσεχε. Μου
έλεγε ευχαριστώ. Όμως η δικιά μου εξιστόρηση της μέρας ήταν σχεδόν πάντα
εκνευριστικά ίδια και απογοητευτικά σύντομη. Ούτε εγώ δεν ευχαριστιόμουν να την
εξιστορώ. Και φυσικά το βράδυ, εκείνο το βράδυ που το περίμενα πώς και πώς
ονειρευόμενη να μας παίρνει αγκαλιασμένους ο ύπνος, δεν με αποζημίωνε. Εκείνος
έπεφτε νωρίς, νυσταγμένος από το πρωινό ξύπνημα και τις απαιτητικές ώρες κι εγώ
έμενα πάλι μόνη να βλέπω ταινίες στον υπολογιστή.
Στην αρχή κατηγόρησα εκείνον, τα όνειρά του. Σταμάτησα, μόλις συνειδητοποίησα
ότι θα τον βαριόμουν θανάσιμα χωρίς αυτά. Ύστερα έριξα το φταίξιμο στον άσχημο
καιρό. Αν δεν είχε μείον δέκα με χιόνι, σκέφτηκα, θα μπορούσα να κάνω
περισσότερες βόλτες και θα περνούσε ευχάριστα η ώρα. Σε αυτό προσέθεσα και τη
μοναξιά σε μια ξένη χώρα, αν ήμουν στην Ελλάδα και τίποτα να μην είχα να κάνω,
θα βρισκόμουν με τους φίλους μου, δεν θα γαντζωνόμουν πάνω του, διαβεβαίωσα τον
εαυτό μου. Κάπου μέσα μου κατηγορούσα και τη σχέση μας, ότι βαλτώσαμε, ότι χάθηκε
η σπίθα, ότι μάλλον είμαστε ζευγάρι του σαββατοκύριακου, ότι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε
τη συγκατοίκηση ούτε καν δύο εβδομάδων. Επέστρεψα στην Αθήνα με ανακούφιση και καταχώνιασα
στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι κάποια στιγμή θα ξαναπήγαινα εκεί.
Η στιγμή
βέβαια έφτασε. Αυτή τη φορά ήταν Ιούλιος, καλοκαίρι σε εμάς, σε αυτούς άνοιξη. Κόντευε
να με πιάσει κατάθλιψη. Δεν ήταν ότι δεν ήθελα να τον δω, κάθε άλλο. Αλλά, όπως
του το υπενθύμιζα διαρκώς, τον προτιμούσα εδώ, εκεί ψυχοπλακονώμουν. Δεν μου έφτιαχνε
τη διάθεση ούτε καν το γεγονός του καλού καιρού, του ήλιου μέχρι αργά το βράδυ.
Ψυχοπλακωνόμουν πιο πολύ και με τη σκέψη ότι πια ήμουν παγιδευμένη. Διότι στο μεσοδιάστημα
μου είχε παρουσιαστεί μία μεγάλη ευκαιρία για το μέλλον μου, ευκαιρία που εδραζόταν
εκεί. Μπήκα στο αεροπλάνο σκεφτόμενη πώς θα τη γλιτώσω, πώς θα απομακρυνθώ από μια
κατάσταση που περιελάμβανε μια σχέση -τουλάχιστον ως προς το σκέλος της συγκατοίκησης-
δυσλειτουργική και ένα μέρος, μια χώρα καταθλιπτική.
Είχα ξεχάσει
όμως μία βασική παράμετρο. Η ευκαιρία αυτή από την πρώτη κιόλας μέρα με έσπρωξε
προς τα μπροστά. Μου γέμισε τη μέρα με συναντήσεις, υποχρεώσεις, διάβασμα και λήψη
σημαντικών αποφάσεων. Ξαφνικά η μέρα ξεκινούσε με ενδιαφέρον, με σκέψεις για πράγματα
που έπρεπε να οργανώσω. Έλειπα από το σπίτι ώρες, καμιά φορά επέστρεφα μετά από
εκείνον. Είχα τόσα να του πω, νέα, σχέδια, κατορθώματα. Κι εκείνος με κοιτούσε με
μεγαλύτερο ενδιαφέρον, έμενε μέχρι πιο αργά ξύπνιος, πηγαίναμε μεγαλύτερες βόλτες.
Αλλά κι εγώ, ακόμα κι όταν έμενα σπίτι μόνη, σταμάτησα να κοιτάζω εμμονικά το ρολόι,
σταμάτησα να τον περιμένω, σταμάτησα να εκνευρίζομαι με το καθετί, με το χασμουρητό
του, την ακεφιά του κάπου κάπου, το ξυπνητήρι τα χαράματα.
Είχα ξεχάσει
κι ευτυχώς το θυμήθηκα γρήγορα πως όταν ο άλλος προχωράει πρέπει να προχωρήσεις
κι εσύ. Πως δεν γίνεστε ένα αν στέκεσαι πίσω και τον περιμένεις νομίζοντας ότι η
εξονυχιστική επιμέλεια για τις δικές του υποθέσεις θα σας φέρει πιο κοντά μέσα από
την περιποίηση. Αν σταθείς πίσω, γίνεσαι νοικοκυρά είτε με τον παραδοσιακό τρόπο
είτε με τον πιο σύγχρονο, έχοντας μια γυναίκα στο σπίτι και πίνοντας καφέ όλη μέρα.
Μα τη νοικοκυρά κανείς δεν την θαύμασε. Την σκούπα ή το άψογα από τις πολλές ώρες
μανικιούρ βαμμένο νύχι κανείς δεν τα θαύμασε. Και χωρίς θαυμασμό για τα κατορθώματα
του άλλου, για τα δικά του προσωπικά κατορθώματα κανείς έρωτας δεν μπορεί να μακροημερεύσει.
Εδώ δεν μπορούν άλλα, πιο σταθερά συναισθήματα, θα αντέξει το πιο ασταθές συναίσθημα
του κόσμου αυτού;
Διαβάστε το και στο eyedoll.
Διαβάστε το και στο eyedoll.
Παιδί μου...συνήθως σκυλάκια γίνονται οι άντρες και οχι οι γυναίκες... αν και συμφωνω στα περισσοτερα που γραφεις. Αλλά βρε Αλεξιάννα μου η δυναμη είναι δικης σας (των γυναικών εννοω...) Όταν πέφτετε με τα μουτρα βέβαια τόε εκεί ναι είναι λίγο δύσκολα τα πράγματα. Μια σχέση θελει ισότητα.. γυναικείες πινελιές εκεί που χρειάζεται και αντρική ασφάλεια και προσωπικότητα σε κάποιες στιγμές της...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν νομίζω ότι αυτές οι καταστάσεις είναι γυναικείο ή αντρικό χαρακτηριστικό. Έρωτας συν ανασφάλεια συν απουσία προσωπικών φιλοδοξιών, λίγο από όλα αυτά μπορούν να οδηγήσουν στο αποτέλεσμα που περιγράφω. Και κατά τη γνώμη μου συμβαίνει πιο πολύ στις γυναίκες γιατί εσείς οι άντρες ενδόμυχα έχετε πολλή ανάγκη να σας θαυμάζει η σύντροφός σας, να σας θεωρεί σπουδαίο και αυτό σας ωθεί να κάνετε πράγματα για σας, στην καριέρα συνήθως, να παλεύετε να είστε επιτυχημένοι. Ενώ εμείς οι γυναίκες πέφτουμε με τα μούτρα σε μια σχέση γιατί για μας είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε ότι μπορούμε να δομήσουμε ευτυχισμένες σχέσεις, είναι σημαντικότερο και από τα ατομικά μας επιτεύγματα.
ΔιαγραφήΑυτό ακριβώς που είπες, ισορροπία χρειάζεται σε όλα. Κάποιοι άνθρωποι, ώριμοι, την βρίσκουν γρήγορα και χωρίς να χρειάζεται να περάσουν από το άλλο άκρο. Όλοι οι υπόλοιποι, και συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου μέσα, πρέπει να πάθουμε για να μάθουμε...