«Φεύγω», της
είπε μια μέρα, «όχι μακριά σου, μα για να κυνηγήσω το όνειρό μου». Έκλαψε, τα
δάκρυά της ενώθηκαν με τον ιδρώτα του, με τα δάκρυά του ενίοτε, μόνο που τα
δικά του στέγνωναν γρήγορα από τη χαρά του ταξιδιού. Προσπάθησε να κρατήσει τα
μάγουλά του νωπά, μήπως έτσι κρατήσει την καρδιά του κοντά της, ίσως και το
σώμα του. Αυτό το σώμα, αυτή την καρδιά που τα ήθελε δίπλα της, δικά της
ολότελα στο χώρο και το χρόνο. «Νόμιζα ότι εγώ ήμουν το όνειρό σου», του είπε.
Δεν είχε καταλάβει.
Είχε κόψει
τον έρωτα στα δικά της μέτρα, στα σίδερα της ανασφάλειας, των φόβων, του
εγωισμού της. Κι έτσι τον πετσόκοψε. Νόμισε τη ζωογόνο δύναμη της αγάπης μια
στείρα ανάγκη συνεχούς συνεύρεσης και εξάρτησης. Η μανία της να ανοίξει τα δυο της
χέρια και να τον κρατήσει για πάντα μέσα στην αγκαλιά της την τύφλωσαν. Πίστεψε
πως οι ερωτευμένοι δεν έχουν φιλοδοξίες, μόνο ζητούν το ταίρι τους. Θυμήθηκε
όσα της έλεγε, πως είναι όλος του ο κόσμος, πως τίποτα δεν έχει σημασία χωρίς εκείνη.
«Τότε γιατί κάνεις όνειρα; Πώς μπορείς, αφού αυτά δεν περιέχουν εμένα; Δεν είσαι
ερωτευμένος πια;» Δεν είχε καταλάβει.
Κι
ύστερα, αντί να κοιτά εκείνον, άρχισε να κοιτά την ίδια. Προσπάθησε να θυμηθεί
τις στιγμές στη ζωή της που είχε ονειρευτεί δυνατά, απρόσμενα, με μια ελπίδα,
μια σιγουριά καλύτερα, ατρόμητη. Ήταν τότε που ήταν ευτυχισμένη, που στη
νεφελώδη ορμή των συναισθημάτων ένιωθε υπερήρωας, ανίκητα ικανή να πλησιάσει το
δικό της απόγειο. Είχε κάνει λάθος, λοιπόν. Με εκείνον, με τον έρωτα, με όσα αυτός
περιέχει, αποκτά, σημαίνει.
Δεν είχε
καταλάβει, δεν είχε αφήσει την καρδιά να της δείξει ξεκάθαρα, πως μόνο η αγάπη
μπορεί να δώσει με τόση λαχτάρα την πνοή του ονείρου, πως τα μάτια του
ερωτευμένου ρουφούν με δίψα την ευτυχία κι έπειτα ψάχνουν να πολλαπλασιάσουν
αυτή την ευτυχία γεμίζοντας τη ζωή του με τα κατορθώματα της εσωτερικής του
δύναμης. Δεν είχε αντιληφθεί ότι, επειδή κάποιος είναι ερωτευμένος, μπορεί και
ονειρεύεται, ότι, επειδή δεν είναι πια μονάδα, μπορεί να εκπέμψει τη μαγική του
ένωση στο σύμπαν κι ύστερα καλυμμένος από αυτή τη χρυσόσκονη να προσθέσει στην
τροχιά των αισθημάτων για τον άνθρωπό του στόχους, που αλλιώς ίσως δεν τολμούσε
ποτέ να δοκιμάσει και να πραγματοποιήσει. Ο έρωτας ωθεί προς τα μπροστά τελικά,
δεν καθηλώνει πίσω. Ενεργοποιεί και ζωντανεύει, δε φυλακίζει στο άδειο, όταν
στέκεται μόνο του, κουκούλι της ερωτικής σχέσης. Ο έρωτας είναι η δύναμη, όχι
το εμπόδιο.
Κι όμως,
συνέχιζε να την πονάει, συνέχιζε να της κεντρίζει τα ελαττώματά της η ζήλια, το
παράπονο πως το ταίρι της πάλευε για κάτι τόσο έξω από εκείνη. «Πώς μοχθείς για
κάτι που σε κρατά μακριά μου;» Μπορούσε, γιατί μοχθούσε μαζί της. Αυτό δεν είχε
δει τόσο καιρό. Μέτραγε την απόσταση και μάτωνε, μα δεν κοιτούσε μέσα της, εκεί
που υπήρχε εκείνη, μαζί του. Τη ζάλιζαν τα χιλιόμετρα, μα δε βουτούσε στην
ηρεμία του δεσίματός τους, εκεί όπου υπάρχουν μόνο οι δυο τους, ταξιδευτές και
συνοδοιπόροι σε μια κοινή ζωή φτιαγμένη από το μείγμα των ονείρων τους. Γι’
αυτή την κοινή ζωή πάλευε, γι’ αυτά τα αστέρια που δικά του δικά της -δεν έχει
σημασία- θα φώτιζαν το μονοπάτι τους. Ίσως χωρίς εκείνη να μην ξεκίναγε ποτέ να
τα φτάσει. Γιατί σε ποια αγκαλιά θα τα κοίταζε γαλήνιος και περήφανος; Ποιον
δρόμο θα ήθελε να φωτίσει αν όχι αυτόν της αγάπης τους, που μπορεί να αντέξει
μια απόσταση των σωμάτων, για να απολαύσει το αιώνιο φως των αστεριών που μαζί
τοποθέτησαν στο θόλο της;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου